Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

"Δις Τζούλια" :οι πρώτοι έσονται έσχατοι.

Ο συγγραφέας

Ο Johan August Strindberg (22 Ιανουαρίου 1849 – 14 Μαίου1912) ήταν Σουηδός θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος. Υπήρξε ένας παραγωγικός συγγραφέας, που συχνά αντλούσε τα θέματά του απευθείας απο την προσωπική του εμπειρία. Η καριέρα επεκτάθηκε σε τέσσερις δεκαετίες, διάστημα κατά το οποίο έγραψε πάνω από 60 θεατρικά έργα και πάνω από 30 έργα μυθοπλασίας, αυτοβιογραφίας, ιστορίας, πολιτισμικής ανάλυσης, και πολιτικού περιεχομένου.
 Γεννήθηκε στην Στοκχόλμη, καρπός του έρωτα ενός μικροαστού και της κόρης ενός ράφτη που εργαζόταν ως οικονόμος στο σπίτι του. Τέλειωσε το Λύκειο το 1867 και γράφτηκε φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Uppsala, όμως επειδή η οικογένειά του δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να τον σπουδάσει, αναγκάστηκε να διοριστεί ως προσωρινός δάσκαλος σε ένα δημοτικό σχολείο της Στοκχόλμης και κατόπιν να δουλέψει ως παιδαγωγός στο σπίτι ενός γιατρού. Το 1869 γράφτηκε στη Δραματική Σχολή με σκοπό να γίνει ηθοποιός και έτσι ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το θέατρο.
Το 1870-1872 συνέχισε τις σπουδές του στην Uppsala και έπειτα ξαναγύρισε στην Στοκχολμη όπου ασχολήθηκε με την δημοσιογραφία και την λογοτεχνία. Την ίδια περίοδο, το Βασιλικό Θέατρο απέρριψε το έργο του "Master Olof" και σταμάτησε να προσπαθεί να καταξιωθεί στον τομέα του θεάτρου, μέχρι το 1881 στα 32 του, η πρεμιέρα του στο Νέο Θέατρο, του έδωσε μία καινούρια καλλιτεχνική διέξοδο.
Το 1874 διορίστηκε ως υπάλληλος στην Βασιλική Βιβλιοθήκη και εργάστηκε εκεί για 4 χρόνια.
Το 1875 γνώριστηκε με την 24χρονη ηθοποιό Siri von Essen, πρώην σύζυγο ενός Βαρώνου. την οποία αργότερα παντρεύτηκε. Ο γάμος τους κράτησε 14 χρόνια και κατα τη διάρκειά του απέκτησαν ένα αγόρι τον Hans, δύο κόρες, την Greta και την Karin Smirnov και ένα ακόμη κοριτσάκι που πέθανε σε βρεφική ηλικία.
Στα 1883 ξενιτεύτηκε και ως το 1889 ταξίδευε στη Γαλλία, την Ελβετία και την Δανία.Το 1889 γύρισε στη Σουηδία και χώρισε με την Siri δύο χρόνια αργότερα.
το 1892 έφυγε ξανά από την Σουηδία και πέρασε άλλα 4 χρόνια στην Αγγλία και στην κεντρική Ευρώπη, όπου γνώρισε την -κατά 23 χρόνια μικρότερή του- Αυστριακή ηθοποιό Frida Uhl σε μία ταβέρνα της Γερμανίας. Παντρεύτηκε μαζί της το 1893, έμειναν μαζί 2 χρόνια και απέκτησαν ένα κοριτσάκι, την Kerstin.
Το 1896 ξαναγύρισε στην Σουηδία για να παντρευτεί για τρίτη φορά 5 χρόνια αργότερα την ηθοποιό Harrier Bosse με την οποία απέκτησε μία κόρη την Anne-Marie. Το ατίθασο πνέυμα του Strindberg όμως δε του επέτρεψε να στεριώσει ούτε σε αυτόν τον γάμο κι έτσι χώρισε και μαζί της 3 χρόνια αργότερα.
Το 1907 ίδρυσε το "ιδιαίτερο θέατρο" ( Intima Teater) στην Στοκχόλμη, σύμφωνα με τις δικές του αντιλήψεις, και όταν σε 3 χρόνια, έκλεισε το θέατρό του, έζησε εντελώς μόνος και αποκομμένος από τον κόσμο ως το 1912 που πέθανε, λίγο καιρό αφότου το έργο του "Ο Πατέρας" ανέβηκε στο θέατρο Berkeley της Νέας Υόρκης τον Απρίλιο του 1912 σε μετάφραση των Edith και Wärner Oland.
Πολλοί μετέπειτα συγγραφείς όπως οι Tennessee Williams, Edward Albee, Maxim Gorky, John Osborne, και Ingmar Bergman θέτουν τα έργα του Strindberg ως βασική επιρροή τους για την συγγραφή της δικής τους δουλειάς.
Από τα πρώτα κιόλας δείγματα δουλειάς του, ο Strindberg ανέπτυξε μορφές θεατρικής δράσης, γλώσσας, και οπτικής σύνθεσης τόσο καινοτόμες που πολλά από τα έργα του ήταν δυνατόν να αναπαρασταθούν μόνο μετα την έλευση του κινηματογράφου. Θεωρείται ο "πατέρας" της σύγχρονης Σουηδικής λογοτεχνίας και "Το Κόκκινο Δωμάτιο" του (1879) έχει χαρακτηριστεί απο πολλούς ως το πρώτο σύγχρονο Σουηδικό μυθιστόρημα. Κατα τη διάρκεια της καριέρας του εξερεύνησε ένα ευρύ φάσμα δραματουργικών μεθόδων και σκοπών : από νατουραλιστική τραγωδία, μονόδραμα, και ιστορικά έργα, μέχρι τις απαρχές του εξπρεσσιονισμού και των σουρεαλιστικών δραματικών τεχνικών.
Στα έργα του "Ο Πατέρας" (1887), "Δις Τζούλια" (1888) και "Πιστωτές"(1889) δημιούργησε νατουραλιστικά δράματα  -βασισμένα στα καθιερωμένα κατορθώματα των, κατά τη γνώμη του, πεζογραφικά προβληματικών, έργων του Henrik Ibsen, ενώ απορρίπτει τη χρήση της πρέπουσας δομής ενός καλοφτιαγμένου έργου- τα οποία ανταποκρίνονταν στις απόψεις που εξέφραζε στο μανιφέστο του «νατουραλισμός στο Θέατρο"  ο Εμίλ Ζολά (1881) καθώς και στο παράδειγμα που έθεσε το νεοϊδρυθέν (ανοίξε το 1887) Théâtre Libre του André Antoine.
Στο έργο του "Δεσποινίς Τζούλια", o χαρακτηρισμός αντικαθιστά την πλοκή, ως το κυρίαρχο δραματικό στοιχείο (σε αντίθεση με το μελόδραμα και τα "καθώς πρέπει" θεατρικά έργα) και τονίζεται ο καθοριστικός ρόλος της κληρονομικότητας και του περιβάλλοντος για τους "αμφιταλαντευόμενους διαλύμένους" χαρακτήρες.
Johan August Strindberg
Siri Von Essen, Η πρώτη σύζυγος του Strindberg




Harrier Bosse, Η τρίτη του σύζυγος
Δις Τζούλια
Το έργο αυτό του Strinderg, γράφτηκε το 1888 και είναι καθαρά νατουραλιστικό. Πραγματεύεται ζητήματα ταξικά στα οποία εμπλέκεται ο έρωτας και η λαγνεία.
Ο χωροχρόνος του έργου είναι μία καλοκαιρινή νύχτα του 1874 ανήμερα του Αι Γιάννη, στο κτήμα του κόμη της Σουηδίας.
Η Δεσποινίς Τζούλια είναι η 25χρονη ατίθαση κακομαθημένη και ψυλομύτα κόρη του Κόμη που -όπως περιγράφει η μία υπηρέτρια στην άλλη στην αρχή του έργου- δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει την οικογένειά της μετά την διάλυση του αρραβώνα της (επειδή ο αρραβωνιαστικός της αρνήθηκε να πηδήξει πάνω απο το μαστίγιο που κρατούσε η  Τζούλια) κι έτσι, φοβούμενη να αντιμετωπίση τις συνέπειες τησ διάλυσης του αρραβώνα της, αρνήθηκε να πάει διακοπές με τον πατέρα της και τους συγγενείς τους και έμεινε μαζί με τους υπηρέτες στο κτήμα.
Το βράδυ εκείνο οι υπηρέτες είχαν γιορτή προς τιμήν του Άγιου, και στη γιορτή αυτή η νεαρή Τζούλια προκάλεσε τις εντυπώσεις, αφού όχι μόνο παρεβρέθη στον χωρό των υπηρετών, πραγμα αδιανόητο για την εποχή και την κοινωνική της θέση, αλλά χόρεψε κιόλας μαζί τους καθώς και με τον Γιάννη τον υπηρέτη του σπιτιού, που είχε την ονομαστική του εορτή.
Ο Γιάννης παρουσιάζεται ως ένας σχετικά μορφωμένος 30χρονος υπηρέτης με μεγάλες φιλοδοξίες για κοινωνική άνοδο και καταξίωση. Κατά τη διάρκεια του έργου βλέπουμε ότι είναι λογοδοσμένος με την κατά 5 χρόνια μεγαλύτερή του, Χριστίνα, την μαγίρεισσα του σπιτιού.
Πολλές φορές η Δεσποινίς Τζούλια και ο Γιάννης κάθονται στην κουζίνα και συζητάνε ενώ η Χριστίνα κοιμάται σε μία καρέκλα λίγο πιο δίπλα. 
Το συγκεκριμένο βράδυ όμως, με τον απόηχο της γιορτής, η συζήτηση της Τζουλιας και του Γιάννη περνάει περισσότερο σε επίπεδο φλερτ και ένα παιχνίδι εξουσίας στο οποίο αρχικά φαίνεται πως η Τζούλια έχει το "πάνω χέρι". Αργότερα κρύβονται μαζί στο δωμάτιο του Γιάννη προκειμένου να αποφύγουν τα κοροιδευτικά σχόλια των χωρικών που τους είδαν να μιλάνε μαζί και η νύχτα τελειώνει εκεί.
Την επόμενη μέρα όμως φαίνεται αισθητά πως κάτι έχει αλλάξει. Το πάθος του Γιάννη για τη Τζούλια έχει μετατραπεί σε ένα πάθος για κοινωνική άνοδο και προσπάθεια να δραπετεύσει απο το κτήμα σε μία καλύτερη ζωή. Βλέποντας πως η Τζούλια, η οποία έχει επίσης αλλάξει και του έχει παραδοθεί ολοκληρωτικά, δε μπορεί να του προσφέρει την κοινωνική άνοδο και την οικονομική άνεση που εκείνος επιθυμεί, την περιφρονεί παίρνοντας πίσω όλα όσα τις είπε τη προηγούμενη νύχτα, αφήνοντάς την απελπισμένη και παραδομένη στις όποιες προθέσεις του. Έτσι τα σκήπτρα του "παιχνιδιού" τους, περνάνε πλέον στα χέρια του Γιάννη. 
Η επιστροφή του Κόμη στο μεταξύ, σηματοδοτεί το τέλος του παιχνιδιού τους, ενώ ο Γιάννης πείθει την Τζούλια ότι εφόσον δε κατάφεραν να δραπετεύσουν πριν γυρίσει ο κόμης, η μόνη λύση που της μένει είναι η αυτοκτονία.
Το πιο ενδιαφέρον ίσως στοιχείο του έργου, είναι οι σχέσεις "εξουσίας" που πραγματεύεται ο Strindberg σ'αυτό.  Ανάμεσα στη Τζούλια και τον Γιάννη η Τζούλια είναι ισχυρότερη λόγω κοινωνικής θέσης και μόρφωσης, ο Γιάννης όμως είναι ισχυρότερος απο κείνη λόγω φύλου.
Ταυτόχρονα η Χριστίνα έιναι ισχυρότερη από τον Γιάννη ως μεγαλύτερή του και πιο ώριμη, που τον φροντίζει,όπως φαίνεται και στην αρχή του έργου, αλλά και ο Γιάννης είναι ισχυρότερος από την Χριστίνα, ως ο "άντρας" της σχέσης τους.
Επίσης η Τζούλια είναι ισχυρότερη από την Χριστίνα λόγω κοινωνικής θέσης, αφού η Χριστίνα είναι υπηρέτριά της, όμως η Χριστίνα είναι ισχυρότερη απο τη Τζούλια, όχι μόνο ως μεγαλύτερη και πιο αξιοπρεπής, αλλά και γιατί εκείνη είναι λογοδοσμένη επίσημα στον Γιάννη.

(και εδώ παρατηρούμε την σαφή επιρροή των Ιψενικών ερωτικών τριγώνων, στο έργο) Τέλος τα σκήπτρα της εξουσίας σε όλο το έργο κρατάει ο Κόμης, ως εργοδότης και πατέρας, που ενώ άμεσα δεν εμφανίζεται πουθενά, υποδηλώνεται η εξουσία του σε όλους, μέσω τον αντικειμένων του που δεσπόζουν στον χώρο (οι μπότες του, τα πραγματά του, το κουδούνι του)
Το χτύπημα του κουδουνιού στο τέλος του έργου, σηματοδοτεί την επιστροφή του Κόμη και την λήξη του παιχνιδιού του Γιάννη και της Τζούλιας, αφού ο πραγματικός εξουσιαστής όλων τους επέστρεψε και τα πράγματα επανήλθαν (βίαια ή μη) στην τάξη.


Φωτογραφία από την πρώτη παραγωγή του έργου "Δις Τζούλια
στην Στοκχόλμη τον Νοέμβρη του 1906 στο "People's Theatre"






1 σχόλιο:

  1. Η Τζούλια, η γυναίκα, ο άνθρωπος που πήρε και διαμόρφωσε επιφανειακή προσωπικότητα τα στοιχεία της εποχής και του περιβάλλοντος της, οδηγείται σε σύγκρουση με τον αληθινό εσωτερικό της κόσμο και το περιβάλλον της όταν ερωτεύεται τον υπηρέτη της. Και ως άνθρωπος πια καταρρίπτει ό,τι κοινωνικούς περιορισμούς της επιβλήθηκαν. Μέσα στη μοναδικότητα της και την αδιαφορία των ανθρώπων που την περιβάλλουν η μόνη διέξοδος γι αυτήν είναι ο θάνατος...Ο θάνατος της αγνότητας, ο θάνατος του ανθρώπου που δεν δέχεται το περίβλημα που ντύνει τον κάθε άνθρωπο το σύστημα της κάθε εποχής ....Δυνατό και διαχρονικό έργο που ούτε ο Στρίμπεργκ ίσως δεν αντιλήφθηκε το αποτέλεσμα της δικής του συγγραφής.

    ΑπάντησηΔιαγραφή