Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Νιάου νιάου η Αντιγονούλα

Επιδαύρια 1990 "Αντιγόνη" Σοφοκλή
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη υπήρξε μία καταξιωμένη ηθοποιός και πολύ προσφιλής στο λαικό κοινό. Πρωταγωνίστησε σε πολλές ασπρόμαυρες και έγχρωμες ταινίες, κερδίζοντας έτσι την αγάπη του ελληνικού λαού. Ταινίες όπως, η «Αλίκη στο Ναυτικό», η «Μανταλένα», η «Υπολοχαγός Νατάσσα» και άλλες πολλές προσέλκυαν το φανατικό κοινό της Αλίκης, ένα κοινό που αποτελούνταν από ανθρώπους του λαού που στο πρόσωπο της Βουγιουκλάκη έβλεπαν ένα προσφιλές χαρωπό νεαρό ναζιάρικο κορίτσι.
Στα πρώτα της θεατρικά βήματα είχε την τύχη να δουλέψει με τον Αλέξη Σολομό, τον Πέλο Κατσέλη, τον Δημήτρη Μυρατ, τον Μάριο Πλωρίτη, τον Κώστα Μουσούρη, τον Αλέκο Σακελλάριο. Και να μην ξεχνάμε τον Μάνο Χατζιδάκι. Γενικά, η αλήθεια είναι, πως δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ (σε αντίθεση με την Καρέζη) να θεωρηθεί «μεγάλη» ηθοποιός, να διαπρέψει σε έργα κλασσικού ρεπερτορίου ή να κερδίσει τον έπαινο των λίγων και εκλεκτών φιλότεχνων αστών. Η δική της έδρα ήταν αλλού. Στη λατρεία του κοινού, που ίσως να ήταν και το μόνο που την γέμιζε πραγματικά και της έδινε όρεξη και δύναμη να συνεχίζει.
Το «ελαφρό θέατρο» της ταίριαζε γάντι, ήταν αυτό που ήξερε να κάνει πραγματικά καλά. Το είχε φέρει στα μέτρα της δημιουργώντας έναν κατάδικό της τρόπο υποκριτικής και ερμηνείας. Εισήγαγε τον προσωπικό της μύθο, στους ρόλους που ερμήνευε κάτι που καμία άλλη ηθοποιός δεν τολμούσε, κλείνοντας ανά τακτά χρονικά διαστήματα το μάτι της στο κοινό και επιστρέφοντας πάντα στο ρόλο της «ανέπαφη».





Η μεγάλη της δημοτικότητα λοιπόν χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να μυηθεί το λαικό κοινό σε παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας, και να προσελκύσουν κόσμο στα Επιδαύρια, που εκείνη την περίοδο παρακολουθούνταν κυρίως από καλλιτέχνες, κριτικούς, ανθρώπους μορφωμένους και αστικού κοινωνικού επιπέδου.
Η παράσταση που «άνοιξε» τα Επιδαύρια τον Ιούλιο του 1990, αλλά και τους ασκούς του Αιόλου από τους κριτικούς και τον Τύπο, ήταν η Αντιγόνη του Σοφοκλή. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη, στον ρόλο της Αντιγόνης πλαισιωνόταν από δύο «γερά χαρτιά». Τον Μίκη Θεωδοράκη ως συνθέτη της Μουσικής και ως σκηνοθέτης υπέγραφε ο Μίνως Βολανάκης (ο οποίος τον προηγούμενο χειμώνα είχε σκηνοθετήσει την Αλίκη Βουγιουκλάκη στη «Σίρλεϊ Βαλεντάιν»). Δίπλα στην Αλίκη, έπαιζαν επίσης και άλλοι καταξιωμένοι ηθοποιοί, όπως ο Πέτρος Φυσσουν στον Ρόλο του Κρέοντα, ο Ηλίας Λογοθέτης ως Τειρεσίας, ενώ στον Χορό των Γερόντων ξεχώρισαν οι : Στέλιος Μάινας, Απόστολος Σοφιανός και Νίκος Σιδέρης. Αξιζει, επίσης να σημειωθεί οτι η πρώτη εμφάνιση της Αλίκης στην Επίδαυρο ως "Λυσιστράτης" είχε γίνει τέσσερα καλοκαίρια πριν, με όχημα το αξιοσέβαστο "Προσκήνιο" του Αλέξη Σολομού.
Δυστυχώς, παρά την απήχηση που είχε το γεγονός στο ευρύ κοινό, καθότι προσφιλής η Αλίκη στα λαικά στρώματα, η παράσταση δεν έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τους κριτικούς τέχνης. «Δεν έχει καμιά δουλειά στην Επίδαυρο», δήλωσε στο «Βήμα» ο Αλέξης Μινωτής. Η ίδια η Αλίκη Βουγιουκλάκη καταλόγιζε «Χολή» στους επικριτές της σε αντίθεση με το κοινό της που, όπως η ίδια δήλωνε, «παραληρούσε
Το πρόγραμμα της πολυσυζητημένης παράστασης (Αρχείο Θεατρικού Μουσείου)
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη με τον σκηνοθέτη, Βολανάκη, και τον συνθέτη, Μίκη Θεοδωράκη, της εν λόγω παράστασης

Διανομή Ρόλων της εν λόγω παράστασης

Oι κριτικές όμως που απέσπασε η  παράσταση έγιναν από καταξιωμένους ανθρώπους του θεατρικού χώρου και δε μπορούμε παρά να τις λάβουμε υπόψιν και να τις παραθέσουμε.
Η πρώτη κριτική, με τίτλο «Θανάσιμο άλμα», ήταν από την Ελένη Βαροπούλου στο «Βήμα»:
«Το "πακέτο Αλίκη" αποδείχθηκε στην Επίδαυρο ένα τρομερό καλλιτεχνικό φιάσκο, καθώς η εντυπωσιακή και εισπρακτικά αποδοτική αλχημεία "Βουγιουκλάκη - Βολανάκη - Θεοδωράκη" έδωσε ένα σοβαροφανές, εκφραστικά ετερόκλιτο, κούφιο και βαθιά αδιάφορο θέαμα: μια παράσταση άλλοτε εικονογραφική, μελοδραματική, αισθηματολογική, σε επίπεδο δακρύβρεχτου οικογενειακού δράματος, με κακούς βασιλιάδες και αλύγιστες βασιλοπούλες, άλλοτε μοντερνίζουσα στην όψη, με αναγωγές σε συμβολισμούς και αφαιρετικά σχήματα, κι άλλοτε ηθογραφική, φολκλορική, με ψευτολαογραφικά στοιχεία και με τη Θεοδωρακική μελωδία ως σανίδα σωτηρίας και υπόμνηση της ελληνικότητας». 
Στη «μέση οδό» στάθηκε η κριτική του Βάιου Παγκουρέλη, με τίτλο «Θόρυβος χωρίς αντίκρισμα...», στον «Ελεύθερο Τύπο»:
«Η δημοφιλής πρωταγωνίστρια, μη έχοντας ασκήσει τα τραγικά υποκριτικά της μέσα, καταφεύγει -με τη βοήθεια της σκηνοθεσίας και ολόκληρης της παράστασης- σε δραματικές λύσεις (η "Αντιγόνη", όμως, είναι τραγωδία, δεν είναι δράμα...). Λύσεις που συγκινούν τους θαυμαστές, καθώς μάλιστα δεν φαντάζουν "ψεύτικες" ή "μιμητικές", αλλά και που δεν προωθούν την τέχνη γενικότερα ή το συγκεκριμένο έργο και την παρουσίασή του ειδικότερα»
Άρθρο της Ελένης Βαροπούλου για την εν λόγω παράσταση που δημοσιέυτηκε στο "Βήμα" (8-7-1990) Αρχείο Θεατρικού Μουσείου
Άρθρο του Βαίου Παγκουρέλη για την Βουγιουκλάκη ως Αντιγόνη που δημοσιέυτηκε στον Ελεύθερο Τύπο στις 9-7-1990 (Αρχελιο Θεατρικού Μουσείου)
«Νιάου νιάου η Αντιγονούλα», ήταν ο τίτλος της κριτικής του Θόδωρου Κρητικού στην «Ελευθεροτυπία»: (με αφορμή την θεαματική είσοδο μίας γάτας στη σκηνή του αρχαίου θεάτρου, κατά την διάρκεια του κομμού)
«Ανθρωποι σαν την κ. Βουγιουκλάκη δεν έρχονται στην ορχήστρα ενός θεάτρου με στόχο να υπηρετήσουν το όραμα ενός μέγιστου ποιητή. Ερχονται για να βάλουν τον Σοφοκλή να υπηρετήσει το φανταχτερό όραμα της δικής τους δημόσιας προσωπικότητας, του ειδώλου που συστηματικά καλλιεργούν και προωθούν προς τις μάζες. Ούτε στιγμή δεν θα σταθούν να αναρωτηθούν αν το ερμηνευτικό τους ταλέντο έχει κάτι να προσφέρει στην ποιητική μορφή της Αντιγόνης. Εκείνο που τους αποσχολεί είναι τι μπορεί να προσφέρει η Αντιγόνη σ' αυτούς. Πώς μπορούν να εκμεταλλευτούν ένα φημισμένο κείμενο, ένα επιβλητικό αρχαίο θέατρο και ένα καταξιωμένο φεστιβάλ, για να βελτιώσουν το “image" που πουλούν στο κοινό».
«Αντιγόνη σε πλαστική συσκευασία», ήταν ο τίτλος της κριτικής του Χρήστου Χειμάρα στην «Πρώτη»:
«Ας το πούμε μια και καλή. Η "Αντιγόνη" στην Επίδαυρο μέτρησε τα κύτταρα αντοχής του ήθους μας, την έκπτωση σε βαθμό εκφυλισμού του τραγικού στις μέρες μας, την παραχάραξη μέχρι κοινωνικής παθογένειας των θεατρικών γεγονότων από τους μηχανισμούς προβολής και την εξαθλίωση του καλλιτεχνικού γούστου».
 Η Κατερίνα Δασκαλάκη στη στήλη της με τίτλο «Τραγικά πράγματα» στη «Μεσημβρινή»:
«...γιατί, στον Θεό σας, πρέπει να παίξει και την Αντιγόνη ντε και καλά; Δεν της φτάνει το "δικό της" κοινό; [...] Το "δικό της" κοινό τη θέλει και την αγαπάει εξίσου είτε παίζει την "Εβίτα" είτε τη "Μανταλένα". Με άλλα λόγια, η Αντιγόνη της κ. Βουγιουκλάκη ήθελε να πει στο κοινό αυτό ότι ακριβώς δεν της αρκεί. Γιατί; Είναι το ερώτημα. Αλλά το θέμα δεν ανάγεται στο πεδίο της τέχνης, άπτεται μάλλον της ψυχανάλυσης».
 
Κριτική της "Αντιγόνης" απο την Δηώ Καγγελάρη που δημοσιεύτηκε στο Έθνος 9/7/1990
(Αρχείο Θεατρικού Μουσείου)
Τελικά αποδεικνύεται περίτρανα ότι παρά τους αδιαμφησβήτητα ικανότατους συντελεστές που την πλαισίωναν, στο ποιοτικό θέατρο, και δη στο αρχαίο δράμα , δε χωράνε τσαχπνιές, μπρεχτική αποστασιοποίηση από το ρόλο, ή παράθεση της προσωπικότητας του ηθοποιού σ’αυτόν και σαφώς, η παράσταση δεν μπορεί να αναδείξει την πρωταγωνίστρια, αν η ίδια δεν είναι σε θέση να «μπει» στο πετσί του ρόλου και να αναδείξει κι εκείνη με τη σειρά της την παράσταση.
Σημασία έχει πως η Αλίκη Βουγιουκλάκη χάρη στην "Αντιγόνη" της γνώρισε το "φασισμό σε όλο του το μεγαλείο", όπως η ίδια είπε σε μεταγενέστερη συνέντευξή της. Ακόμη, όμως, κι αν δεν πτοήθηκε, από τα κακά λόγια, δεν συνέχισε με «στροφή» στο ποιοτικό θέατρο, όπως θα περιμέναμε να κάνει μετά την Αντιγόνη. Όπως αναφέρει σε σχετικό άρθρο της η Βένα Γεωργακοπούλου: «Το "Γλυκό πουλί της νιότης", που ακολούθησε αμέσως μετά την «Αντιγόνη», σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά, αποδείχτηκε απλώς ένα ακόμη διάλειμμα, πόσο μάλλον που η ηρωίδα του Τένεσι Ουίλιαμς τα κατάφερε να μοιάσει απελπιστικά με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, που ξανά προς τη δόξα τραβούσε, ανεμίζοντας την ξανθιά της χαίτη και χαμογελώντας τσαχπίνικα. Η "Αντιγόνη" ήταν πια παρελθόν

 


Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

"Δις Τζούλια" :οι πρώτοι έσονται έσχατοι.

Ο συγγραφέας

Ο Johan August Strindberg (22 Ιανουαρίου 1849 – 14 Μαίου1912) ήταν Σουηδός θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος. Υπήρξε ένας παραγωγικός συγγραφέας, που συχνά αντλούσε τα θέματά του απευθείας απο την προσωπική του εμπειρία. Η καριέρα επεκτάθηκε σε τέσσερις δεκαετίες, διάστημα κατά το οποίο έγραψε πάνω από 60 θεατρικά έργα και πάνω από 30 έργα μυθοπλασίας, αυτοβιογραφίας, ιστορίας, πολιτισμικής ανάλυσης, και πολιτικού περιεχομένου.
 Γεννήθηκε στην Στοκχόλμη, καρπός του έρωτα ενός μικροαστού και της κόρης ενός ράφτη που εργαζόταν ως οικονόμος στο σπίτι του. Τέλειωσε το Λύκειο το 1867 και γράφτηκε φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Uppsala, όμως επειδή η οικογένειά του δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να τον σπουδάσει, αναγκάστηκε να διοριστεί ως προσωρινός δάσκαλος σε ένα δημοτικό σχολείο της Στοκχόλμης και κατόπιν να δουλέψει ως παιδαγωγός στο σπίτι ενός γιατρού. Το 1869 γράφτηκε στη Δραματική Σχολή με σκοπό να γίνει ηθοποιός και έτσι ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το θέατρο.
Το 1870-1872 συνέχισε τις σπουδές του στην Uppsala και έπειτα ξαναγύρισε στην Στοκχολμη όπου ασχολήθηκε με την δημοσιογραφία και την λογοτεχνία. Την ίδια περίοδο, το Βασιλικό Θέατρο απέρριψε το έργο του "Master Olof" και σταμάτησε να προσπαθεί να καταξιωθεί στον τομέα του θεάτρου, μέχρι το 1881 στα 32 του, η πρεμιέρα του στο Νέο Θέατρο, του έδωσε μία καινούρια καλλιτεχνική διέξοδο.
Το 1874 διορίστηκε ως υπάλληλος στην Βασιλική Βιβλιοθήκη και εργάστηκε εκεί για 4 χρόνια.
Το 1875 γνώριστηκε με την 24χρονη ηθοποιό Siri von Essen, πρώην σύζυγο ενός Βαρώνου. την οποία αργότερα παντρεύτηκε. Ο γάμος τους κράτησε 14 χρόνια και κατα τη διάρκειά του απέκτησαν ένα αγόρι τον Hans, δύο κόρες, την Greta και την Karin Smirnov και ένα ακόμη κοριτσάκι που πέθανε σε βρεφική ηλικία.
Στα 1883 ξενιτεύτηκε και ως το 1889 ταξίδευε στη Γαλλία, την Ελβετία και την Δανία.Το 1889 γύρισε στη Σουηδία και χώρισε με την Siri δύο χρόνια αργότερα.
το 1892 έφυγε ξανά από την Σουηδία και πέρασε άλλα 4 χρόνια στην Αγγλία και στην κεντρική Ευρώπη, όπου γνώρισε την -κατά 23 χρόνια μικρότερή του- Αυστριακή ηθοποιό Frida Uhl σε μία ταβέρνα της Γερμανίας. Παντρεύτηκε μαζί της το 1893, έμειναν μαζί 2 χρόνια και απέκτησαν ένα κοριτσάκι, την Kerstin.
Το 1896 ξαναγύρισε στην Σουηδία για να παντρευτεί για τρίτη φορά 5 χρόνια αργότερα την ηθοποιό Harrier Bosse με την οποία απέκτησε μία κόρη την Anne-Marie. Το ατίθασο πνέυμα του Strindberg όμως δε του επέτρεψε να στεριώσει ούτε σε αυτόν τον γάμο κι έτσι χώρισε και μαζί της 3 χρόνια αργότερα.
Το 1907 ίδρυσε το "ιδιαίτερο θέατρο" ( Intima Teater) στην Στοκχόλμη, σύμφωνα με τις δικές του αντιλήψεις, και όταν σε 3 χρόνια, έκλεισε το θέατρό του, έζησε εντελώς μόνος και αποκομμένος από τον κόσμο ως το 1912 που πέθανε, λίγο καιρό αφότου το έργο του "Ο Πατέρας" ανέβηκε στο θέατρο Berkeley της Νέας Υόρκης τον Απρίλιο του 1912 σε μετάφραση των Edith και Wärner Oland.
Πολλοί μετέπειτα συγγραφείς όπως οι Tennessee Williams, Edward Albee, Maxim Gorky, John Osborne, και Ingmar Bergman θέτουν τα έργα του Strindberg ως βασική επιρροή τους για την συγγραφή της δικής τους δουλειάς.
Από τα πρώτα κιόλας δείγματα δουλειάς του, ο Strindberg ανέπτυξε μορφές θεατρικής δράσης, γλώσσας, και οπτικής σύνθεσης τόσο καινοτόμες που πολλά από τα έργα του ήταν δυνατόν να αναπαρασταθούν μόνο μετα την έλευση του κινηματογράφου. Θεωρείται ο "πατέρας" της σύγχρονης Σουηδικής λογοτεχνίας και "Το Κόκκινο Δωμάτιο" του (1879) έχει χαρακτηριστεί απο πολλούς ως το πρώτο σύγχρονο Σουηδικό μυθιστόρημα. Κατα τη διάρκεια της καριέρας του εξερεύνησε ένα ευρύ φάσμα δραματουργικών μεθόδων και σκοπών : από νατουραλιστική τραγωδία, μονόδραμα, και ιστορικά έργα, μέχρι τις απαρχές του εξπρεσσιονισμού και των σουρεαλιστικών δραματικών τεχνικών.
Στα έργα του "Ο Πατέρας" (1887), "Δις Τζούλια" (1888) και "Πιστωτές"(1889) δημιούργησε νατουραλιστικά δράματα  -βασισμένα στα καθιερωμένα κατορθώματα των, κατά τη γνώμη του, πεζογραφικά προβληματικών, έργων του Henrik Ibsen, ενώ απορρίπτει τη χρήση της πρέπουσας δομής ενός καλοφτιαγμένου έργου- τα οποία ανταποκρίνονταν στις απόψεις που εξέφραζε στο μανιφέστο του «νατουραλισμός στο Θέατρο"  ο Εμίλ Ζολά (1881) καθώς και στο παράδειγμα που έθεσε το νεοϊδρυθέν (ανοίξε το 1887) Théâtre Libre του André Antoine.
Στο έργο του "Δεσποινίς Τζούλια", o χαρακτηρισμός αντικαθιστά την πλοκή, ως το κυρίαρχο δραματικό στοιχείο (σε αντίθεση με το μελόδραμα και τα "καθώς πρέπει" θεατρικά έργα) και τονίζεται ο καθοριστικός ρόλος της κληρονομικότητας και του περιβάλλοντος για τους "αμφιταλαντευόμενους διαλύμένους" χαρακτήρες.
Johan August Strindberg
Siri Von Essen, Η πρώτη σύζυγος του Strindberg




Harrier Bosse, Η τρίτη του σύζυγος
Δις Τζούλια
Το έργο αυτό του Strinderg, γράφτηκε το 1888 και είναι καθαρά νατουραλιστικό. Πραγματεύεται ζητήματα ταξικά στα οποία εμπλέκεται ο έρωτας και η λαγνεία.
Ο χωροχρόνος του έργου είναι μία καλοκαιρινή νύχτα του 1874 ανήμερα του Αι Γιάννη, στο κτήμα του κόμη της Σουηδίας.
Η Δεσποινίς Τζούλια είναι η 25χρονη ατίθαση κακομαθημένη και ψυλομύτα κόρη του Κόμη που -όπως περιγράφει η μία υπηρέτρια στην άλλη στην αρχή του έργου- δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει την οικογένειά της μετά την διάλυση του αρραβώνα της (επειδή ο αρραβωνιαστικός της αρνήθηκε να πηδήξει πάνω απο το μαστίγιο που κρατούσε η  Τζούλια) κι έτσι, φοβούμενη να αντιμετωπίση τις συνέπειες τησ διάλυσης του αρραβώνα της, αρνήθηκε να πάει διακοπές με τον πατέρα της και τους συγγενείς τους και έμεινε μαζί με τους υπηρέτες στο κτήμα.
Το βράδυ εκείνο οι υπηρέτες είχαν γιορτή προς τιμήν του Άγιου, και στη γιορτή αυτή η νεαρή Τζούλια προκάλεσε τις εντυπώσεις, αφού όχι μόνο παρεβρέθη στον χωρό των υπηρετών, πραγμα αδιανόητο για την εποχή και την κοινωνική της θέση, αλλά χόρεψε κιόλας μαζί τους καθώς και με τον Γιάννη τον υπηρέτη του σπιτιού, που είχε την ονομαστική του εορτή.
Ο Γιάννης παρουσιάζεται ως ένας σχετικά μορφωμένος 30χρονος υπηρέτης με μεγάλες φιλοδοξίες για κοινωνική άνοδο και καταξίωση. Κατά τη διάρκεια του έργου βλέπουμε ότι είναι λογοδοσμένος με την κατά 5 χρόνια μεγαλύτερή του, Χριστίνα, την μαγίρεισσα του σπιτιού.
Πολλές φορές η Δεσποινίς Τζούλια και ο Γιάννης κάθονται στην κουζίνα και συζητάνε ενώ η Χριστίνα κοιμάται σε μία καρέκλα λίγο πιο δίπλα. 
Το συγκεκριμένο βράδυ όμως, με τον απόηχο της γιορτής, η συζήτηση της Τζουλιας και του Γιάννη περνάει περισσότερο σε επίπεδο φλερτ και ένα παιχνίδι εξουσίας στο οποίο αρχικά φαίνεται πως η Τζούλια έχει το "πάνω χέρι". Αργότερα κρύβονται μαζί στο δωμάτιο του Γιάννη προκειμένου να αποφύγουν τα κοροιδευτικά σχόλια των χωρικών που τους είδαν να μιλάνε μαζί και η νύχτα τελειώνει εκεί.
Την επόμενη μέρα όμως φαίνεται αισθητά πως κάτι έχει αλλάξει. Το πάθος του Γιάννη για τη Τζούλια έχει μετατραπεί σε ένα πάθος για κοινωνική άνοδο και προσπάθεια να δραπετεύσει απο το κτήμα σε μία καλύτερη ζωή. Βλέποντας πως η Τζούλια, η οποία έχει επίσης αλλάξει και του έχει παραδοθεί ολοκληρωτικά, δε μπορεί να του προσφέρει την κοινωνική άνοδο και την οικονομική άνεση που εκείνος επιθυμεί, την περιφρονεί παίρνοντας πίσω όλα όσα τις είπε τη προηγούμενη νύχτα, αφήνοντάς την απελπισμένη και παραδομένη στις όποιες προθέσεις του. Έτσι τα σκήπτρα του "παιχνιδιού" τους, περνάνε πλέον στα χέρια του Γιάννη. 
Η επιστροφή του Κόμη στο μεταξύ, σηματοδοτεί το τέλος του παιχνιδιού τους, ενώ ο Γιάννης πείθει την Τζούλια ότι εφόσον δε κατάφεραν να δραπετεύσουν πριν γυρίσει ο κόμης, η μόνη λύση που της μένει είναι η αυτοκτονία.
Το πιο ενδιαφέρον ίσως στοιχείο του έργου, είναι οι σχέσεις "εξουσίας" που πραγματεύεται ο Strindberg σ'αυτό.  Ανάμεσα στη Τζούλια και τον Γιάννη η Τζούλια είναι ισχυρότερη λόγω κοινωνικής θέσης και μόρφωσης, ο Γιάννης όμως είναι ισχυρότερος απο κείνη λόγω φύλου.
Ταυτόχρονα η Χριστίνα έιναι ισχυρότερη από τον Γιάννη ως μεγαλύτερή του και πιο ώριμη, που τον φροντίζει,όπως φαίνεται και στην αρχή του έργου, αλλά και ο Γιάννης είναι ισχυρότερος από την Χριστίνα, ως ο "άντρας" της σχέσης τους.
Επίσης η Τζούλια είναι ισχυρότερη από την Χριστίνα λόγω κοινωνικής θέσης, αφού η Χριστίνα είναι υπηρέτριά της, όμως η Χριστίνα είναι ισχυρότερη απο τη Τζούλια, όχι μόνο ως μεγαλύτερη και πιο αξιοπρεπής, αλλά και γιατί εκείνη είναι λογοδοσμένη επίσημα στον Γιάννη.

(και εδώ παρατηρούμε την σαφή επιρροή των Ιψενικών ερωτικών τριγώνων, στο έργο) Τέλος τα σκήπτρα της εξουσίας σε όλο το έργο κρατάει ο Κόμης, ως εργοδότης και πατέρας, που ενώ άμεσα δεν εμφανίζεται πουθενά, υποδηλώνεται η εξουσία του σε όλους, μέσω τον αντικειμένων του που δεσπόζουν στον χώρο (οι μπότες του, τα πραγματά του, το κουδούνι του)
Το χτύπημα του κουδουνιού στο τέλος του έργου, σηματοδοτεί την επιστροφή του Κόμη και την λήξη του παιχνιδιού του Γιάννη και της Τζούλιας, αφού ο πραγματικός εξουσιαστής όλων τους επέστρεψε και τα πράγματα επανήλθαν (βίαια ή μη) στην τάξη.


Φωτογραφία από την πρώτη παραγωγή του έργου "Δις Τζούλια
στην Στοκχόλμη τον Νοέμβρη του 1906 στο "People's Theatre"






Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Στην "Επόμενη Σταση" φτάσαμε . . .

Review 
 Ο έρωτας σε πουλά και σε αγοράζει χωρίς να κάνει παζάρια και χωρίς να σε ρωτάει. Προκαλεί ευτυχία και πόνο μαζί. Δημιουργεί δεσμούς αλλά και αγεφύρωτα χάσματα, "γιατί?" χωρίς απάντηση και απαντήσεις που κανείς ποτέ δεν ζήτησε.  Ο έρωτας μπορεί να σημάνει την αρχή η να δώσει ένα τέλος στα πάντα. Σίγουρα όμως αποτελεί μία καλή αφορμή για σκέψεις και ατελείωτες συζητήσεις, ενώ παραμένει σταθερά απο τα πιο αγαπημένα θέματα που εμπνέουν την κλασσική και σύγχρονη τέχνη ανα τους αιώνες.

Έρωτας λοιπόν, η κινητήριος δύναμη, της πρωτοποριακής παράστασης "Επόμενη Στάση" που παίζεται αυτή την περίοδο στον χώρο "Συν Κατι" στα Εξάρχεια (Μεθώνης 46). Ένας μονόλογος βασισμένος στην ποιητική συλλογή "Μεχρι.." της Νατάσσας Αναγνώστου, η οποία πρωταγωνιστεί και στο έργο, σε διασκευή και σκηνοθεσία Γεωργίας Μιχοπούλου, ενώ την επιμέλεια των σκηνικών και κοστουμιών έχει αναλάβει η Ναντια Σκούρτη.

Σκόρπιες σκέψεις και συναισθήματα, χωρίς άμεσο παραλήπτη, γίνονται λόγια και αντιδράσεις για την πρωταγωνίστρια, σαν μία ύστατη προσπάθεια να κρατηθεί ζωντανή μέσα απ'τις αναμνήσεις της. Πότε ήρεμη πότε εξοργισμένη, πότε ψιθυριστά και πότε φωνάζοντας, ξεσπάει και βγάζει απο μέσα της, με ένα μοναδικό υποκριτικό ταλέντο, όλες τις σκέψεις, τους πόνους, τους πόθους αλλά και τις αμφιβολίες μίας γυναίκας που ζεί τη ζωή της, την απολαμβάνει, αλλά και προβληματίζεται γι'αυτή, προσπαθώντας μέσα από αυτό της το ξέσπασμα να επέλθει απο τις πληγές της η λύτρωση.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσίαζαν οι συνεχείς κλιμακώσεις των διαφορετικών -και πολλές φορές αντικρουόμενων- συναισθημάτων  και τα ξεσπάσματά τους, τα οποία η πρωταγωνίστρια απέδιδε σε τέτοιο βαθμό ώστε κυριολεκτικά φαινόταν ότι τα ζούσε. Στο ίδιο άτομο έβλεπες μία ώριμη συνηδητοποιημένη γυναίκα έτοιμη να αναλάβει τις ευθύνες της και να παλέψει για τα "θέλω" της και ταυτόχρονα ένα αδύναμο  φοβισμένο πλάσμα που φαινόταν να παρακαλεί για ένα θαύμα που δεν έρχεται και έδειχνε να'χει απογοητευτεί απο την ζωή της.(πολύ χαρακτηριστική και συγκινητική η σκηνή που ακουμπάει στον τοίχο εξουθενωμένη και τραγουδάει το "Μαμά Γερνάω" της Τάνιας Τσανακλίδου). Η μετάβαση απο την μία κατάσταση στην άλλη, ήταν από υποκριτικής απόψεως συγκλονιστική, ενώ χαρακτηριστικές ήταν οι σκηνές όπου φαινόταν να αλλάζει η διάθεση μέσα στην ίδια πρόταση.
Κάθε ένα απο τα κομμάτια του μονολόγου με τα αντίστοιχα συναισθήματα, είχαν διαφορετικό αποδέκτη και όλοι τους μαζί, εκπροσωπούνταν απο ένα άτομο το οποίο ήταν ο παραλήπτης αλλά και η αιτία της έκρηξης.

Το άτομο αυτό, τον "συμβολισμό του παρελθόντος", αποτελεί ένας "απρόσωπος" άντρας ντυμένος με καπέλο και καπαρντίνα, γυρισμένος πλάτη στο κοινό που παρακολουθεί σχεδόν αμέτοχος όλο το ξέσπασμα της πρωταγωνίστριας, από την ηρεμία μέχρι το κρεσέντο της, κάθεται απομακρυσμένος σαν να είναι και να μην είναι εκεί. Το σκηνοθετικό αυτό εύρημα μου προκάλεσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και δε μπόρεσα να μην ανακαλέσω στη μνήμη μου την σκηνοθεσία του Ν.Διαμαντή για την "προδοσία" του Χ.Πίντερ, όπου οι ηθοποιοί ήταν σε όλες τις σκηνές παρόντες είτε συμμετείχαν είτε όχι, επιβάλλοντας έτσι την παρουσία τους και τονίζοντας την άμεση επιρροή τους στην εξέλιξη του έργου. Αντίστοιχα κι εδώ, η αντρική παρουσία, επηρρέαζε τα συναισθήματα και τα ξεσπάσματα της πρωταγωνίστριας και πολλές φορές, μάλιστα, τα σιγόνταρε κιόλας, κάνοντας ερωτήσεις, ή θέτοντας τα όρια που έκαναν αισθητή την ύπαρξή του (- Δική μου είναι η παράσταση! -......Δική σου και η αυλαία....)
Η "συζήτηση" μεταξύ της πρωταγωνίστριας και του "φανταστικού παραλήπτη" ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα, αφού μέσω αυτής, εκφράζονταν οι διφορούμενες σκέψεις, οι αντιρρήσεις και οι απαντήσεις στα συναισθήματα της κοπέλας, οι οποίες προέρχονταν όχι τόσο απο τον εκάστοτε παραλήπτη, αλλα απο τον ίδιο της τον εαυτό. Υποκριτικά ήταν αρκετά προσεγμένο και αν και σε κάποια σημεία η άρθρωση και η χροιά της φωνής του "μυστηριώδους άντρα" δε βοηθούσε τόσο στο να αποδοθεί το κύρος και η σπουδαιότητα των ερωτήσεων, γενικά ήταν μία πραγματικά αξιόλογη προσπάθεια.

Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο που στελέχωνε την παράσταση, ήταν το σκηνικό και ενδυματολογικό κομμάτι. Τα σκηνικά αν και λιτά και απέριττα, ήταν ιδιαίτερα προσεγμένα και σε μετέφεραν σε ένα απομονωμένο μεν, αλλά "ζεστό" και ευχάριστο δωμάτιο που χωρούσε και κυριολεκτικά "αγκάλιαζε" τις βαθύτερες σκέψεις της πρωταγωνίστριας. Ενδυματολογικά, ήταν ενδιαφέρον εύρημα οι αλλαγές των ρούχων που συμβάδιζαν με τις διακυμάνσεις των συναισθημάτων της και οπτικοποιούσαν αυτή την αλλαγή τους.

Σε γενικές γραμμές, η παράσταση αποτελούσε μία ενδιαφέρουσα και προσεγμένη δουλειά που θα βάλει σε σκέψεις τον θεατή και σε συνδυασμό με την ατμοσφαιρική μουσική που την συνοδεύει, θα του ξυπνήσει γνώριμες μνήμες και συναισθήματα προκαλώντας τον για μία ακόμα φορά να αναρωτηθεί για το πόσο καθοριστικό ρόλο παίζει στις ζωές και τη διαμόρφωση του εαυτού μας ο έρωτας με ότι αυτός συνεπάγεται . . . . . .

Στοιχεία παράστασης
 Για όσους ενδιαφέρονται να παρακολουθήσουν την παράσταση :

Ημέρες παραστάσεων

Νοέμβριος - Σάββατο 20, Δευτέρα 22, Τετάρτη 24, & Πέμπτη 25

Δεκέμβριος - κάθε Πέμπτη & Σάββατο 2,4,9,11,16,18,23,30


Ώρα ενάρξεως: 21:15
Διάρκεια παράστασης: 50 λεπτά
Είσοδος:10 ευρώ

σκηνοθεσία – διασκευή: Μιχοπούλου Γεωργία
σκηνικά – κοστούμια: Σκούρτη Νάντια
διασκευή: Μιχοπούλου Γεωργία

παίζει: Νατάσσα Αναγνώστου
αντρική φωνή: Κωνσταντής Μπαρμπούρης