Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

Kωνσταντινος Βολονακης


Βίος και Πολιτεία
Στους προπάτορες της νεοελληνικής ζωγραφικής, συγκαταλέγεται και ο Κωνσταντίνος Βολανάκης, ή Βολονάκης, ο οποίος γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1837. Μετά τις βασικές του σπουδές στην Σύρο, πήγε στην Τεργέστη, που άνθιζε τότε μία ελληνική παροικία και εργάστηκε ως υπάλληλος στο λογιστικό τμήμα του Εμπορικού Οίκου Ζαχάρεως Αφεντούλη. Παράλληλα προσπαθούσε να καλλιεργήσει μία έμφυτη καλλιτεχνική ανάγκη, την οποία μπόρεσε να καλλιεργήσει συστηματικά στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μόναχο, με την υποστήριξη του Αφεντούλη.
Σύμφωνα με το Μητρώο της Ακαδημίας εγγράφηκε σε αυτήν στις 28 Οκτωβρίου του 1864 σε ηλικία 27 ετών. Στην ίδια Ακαδημία φοιτούσε ο Λύτρας και το 1866 εγγράφηκε και ο Γύζης, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί μεταξύ των τριών τους ένας πολύ στενός και ισόβιος φιλικός δεσμός.
Στο Μόναχο ο Βολανάκης, υπήρξε μαθητής του Kaulbach και του  Piloty χωρίς όμως να επηρεασθεί άμεσα από αυτούς (με εξαίρεση φυσικά την χρωματική αντίληψη του Piloty που διαγράφεται στο έργο όλων σχεδόν των μαθητών του). Περισσότερο επηρρέασαν τον Βολανάκη, οι Φλαμανδοί θαλασσογράφοι του 17ου αιώνα, οι οποίοι αντιπροσωπεύονταν στην Παλαιά Πινακοθήκη του Μονάχου.
Αμέσως μετά το τέλος των σπουδών του ήρθε στον Πειραιά, παντρεύτηκε, και επέστρεψε με την γυναίκα του στην Βαυαρική πρωτεύουσα όπου ίδρυσε ένα ατελιέ.
Έλαβε μέρος σε έναν διαγωνισμό που διεξήγαγε ο Αυτοκράτορας της Αυστρίας Φραγκίσκος Ιωσήφ, για την για την απεικόνιση της Ναυμαχίας της Λίσσης, και πήρε το πρώτο βραβείο.
Μετά την «θαλασσογραφία» του αυτή με ιστορικό θέμα, ενθαρρύνθηκε και για άλλα έργα με συγγενικό περιεχόμενο κι έτσι ζωγράφισε την «Ναυμαχία του Τράφαλγκαρ».
Μετά από μερικά ταξίδια στην Ευρώπη, επιστρέφει το 1883 στην Ελλάδα και διορίζεται καθηγητής στην Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας όπου και δίδαξε ως το  1903. Παράλληλα διδάσκει στο «Καλλιτεχνικό Κέντρο», Σχολή που ίδρυσε ο ίδιος το 1895 στον Πειραιά, όπου και εγκαταστάθηκε μετά την επιστροφή του από το Μόναχο. Συνεχίζοντας την εκθεσιακή του δραστηριότητα, συμμετέχει σε εκθέσεις της Οικίας Μελά το 1881 και του Παρνασσού, στα Ολύμπια του 1888, στην Διεθνή Έκθεση του Μπορντώ το 1907, στην οποία επίσης βραβεύτηκε. Το 1883 παρουσίασε στα Ανάκτορα τη «Ναυμαχία της Σαλαμίνας», ενώ το 1889 του απενεμήθη ο Αργυρός Σταυρός του Σωτήρος.
«… Ερχόταν τότε στο Πολυτεχνείο, κάθε βδομάδα για να διορθώσει τις τάξεις του σχεδίου, ένας πολύ ηλικιωμένος ζωγράφος που λεγόταν Βολανάκης. Ήταν θαλασσογράφος. Γύρω στα μισά του περασμένου αιώνα είχε ζωγραφίσει πίνακες που δεν στερούνταν ζωγραφικής αξίας και ήταν μάλιστα πολύ εκφραστικοί και γεμάτοι ποίηση. Τα θέματά του παρίσταναν ελληνικές παραλίες κοντά στην Αθήνα και απόψεις του λιμανιού του Πειραιά. Στις παραλίες, κυρίες και κύριοι, ντυμένοι με την μόδα εκείνου του καιρού, παριστάνονταν όπως στους πίνακες του Κουρμπέ. Ήταν μία ζωγραφική λεία αλλά όχι γλειμμένη, που σαν ποιότητα θύμιζε λίγο την ζωγραφική του Ιντούνο…»
Αυτά γράφει για τον καθηγητή του ο 12χρονος Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο, σπουδαστής του Σχολείου Τεχνών το 1900. Είναι η περίοδος που η αντίστροφη μέτρηση για τον μεγάλο ζωγράφο έχει ήδη αρχίσει. Σε τρία χρόνια, ο 66χρονος Βολανάκης θα παραιτηθεί από την κοπιαστική διδασκαλία στο Πολυτεχνείο και 4 χρόνια αργότερα θα οδηγηθεί εξασθενημένος στον θάνατο.
Αν και ξεκίνησε από την τοπιογραφία, ο Βολανάκης εξελίχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες θαλασσογράφους, απεικονίζοντας ναυμαχίες, σκηνές από λιμάνια, καράβια και καίκια, αλλά και σημαντικά γεγονότα του κοινωνικού βίου. Οι συνθέσεις του, λυρικές και ατμοσφαιρικές, χαρακτηρίζονται από χρωματική αρμονία, και επιμελημένη απόδοση των λεπτομερειών και φανερώνουν την μελέτη της ολλανδικής θαλασσογραφικής παράδοσης. Στα τοπία του διαφαίνονται επιδράσεις της Σχολής  του Barbizon και του έργου του Corot, ενώ δεν λείπουν και απηχήσεις του γαλλικού ιμπρεσιονισμού
Εκεί όμως που εκφράζεται η ιδιαίτερη ποιότητα που αντιπροσωπεύει το έργο του Βολανάκη, είναι οι μικρότεροι πίνακες με επίκεντρο την θάλασσα, τα πλοία, τους ψαράδες. Εδώ ο Βολανάκης, δημιουργεί καλοδεμένα σύνολα με έντονο ειδυλλιακό χαρακτήρα, που εξαίρεται από τα διαλεγμένα  Staffages, που διαμορφώνουν κει τον σκελετό της συνθέσεως. Ο βαθύς Ορίζοντας που διακόπτεται από τα κατάρτια των πλοίων, που καθρεφτίζονται στα ήσυχα νερά, η θάλασσα με την λεπτή αντανακλαστική χρωματική σκάλα, που θυμίζει τις επιτεύξεις ενός Γάλλου σύγχρονου του Βολανάκη, του Eugene Boudin (1824-1888), ο οποίος άλλωστε επηρεάζει και άλλους Έλληνες ζωγράφους, όλα αυτά, γίνονται μέσα μίας τυπικής για τον Βολανάκη έκφρασης, γεμάτης ηρεμία και μαγεία, ονειροπόληση και ρεμβασμό.
Οι πίνακές του, άλλοτε δίνουν έμφαση στο σκάφος, άλλοτε στο λιμάνι, άλλοτε στην ναυτική σύγκρουση –συνήθως μία ιστορική ναυμαχία. Ζωγράφισε καράβια και καίκια όλων των τύπων, πραγματικά «πορτρέτα» των καραβιών, και αφοσιώθηκε στην πληθωρική απεικόνιση σκηνών με θέμα την θάλασσα, όσο κανείς άλλος ζωγράφος. Ανέλυσε τον κόσμο του καραβιού και της θάλασσας με έκδηλη αγάπη, εξαιρετική ακρίβεια και διαπιστωμένη δεξιοτεχνία
Το ενδιαφέρον σ’ αυτές τις γλαφυρές απεικονίσεις, δεν έγκειται στην ρομαντική απεικόνιση των θεμάτων, ούτε στην εντυπωσιακή παράθεση λεπτομερειών από τον κόσμο της θάλασσας. Έγκειται κυρίως, στην ανάδειξη ενός δυναμικού διαλόγου, ανάμεσα στα διαφορετικά πλαστικά στοιχεία της εικόνας, ενός διαλόγου τον οποίο ανασυνθέτει ο ίδιος.
Εκεί όμως που διαφαίνονται οι μεγάλες καλλιτεχνικές αρετές του θαλασσογράφου Βολανάκη, είναι ένα έργο που δεν έχει καμία σχέση με την θάλασσα. Πρόκειται για τον Πίνακα που φέρει τον Τίτλο «Το Τσίρκο» ή «Η Γιορτή στο Μόναχο» και εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη των Αθηνών. Το έργο αυτό χρονολογείται στα 1826 και παριστάνει τμήμα του Αμφιθεάτρου ενός τσίρκου, στο ύπαιθρο, γεμάτο από τον λαό, που παρακολουθεί ένα νούμερο με ελέφαντες. Το θέμα μπορεί να είναι κοινό, ακόμα και ως σύνθεση δε παρουσιάζει τίποτα το ιδιαίτερο. Εδώ, όμως, είναι το χρώμα και η απόδοση των αντικειμένων, μέσω του χρώματος, το βασικό ζήτημα. Το έργο έχει δημιουργηθεί μόλις δύο χρόνια μετά την αντιπροσωπευτική έκθεση των ιμπρεσσιονιστών στο Παρίσι (1874) και αποτελεί  μία σημαντική συνεισφορά σ’αυτήν την νέα τεχνοτροπία. Αδιαφορεί για τις λεπτομέρειες και τα περιγράμματα των αντικειμένων, προσπαθώντας να εκφράσει με τον τρόπο αυτό, τον χρωματικό ιριδισμό του κόσμου, όταν αυτός λούζεται στο φως της μέρας. Ο ζωγράφος εδώ δεν ενδιαφέρεται για το «τι» αλλά για το «πώς» κι έτσι επιτυγχάνει νέες εκφραστικές λύσεις. Και σε άλλα έργα με τοπία από τον ελληνικό χώρο, διαφαίνεται αυτός του ο προβληματισμός και η προσαρμογή του στα χρωματικά και αισθητικά προβλήματα της εποχής του. Το έργο «Τοπίο με Κυπαρίσσια» στην συλλογή του Ευρυπίδη Κουτλίδη στην Αθήνα, είναι επίσης χαρακτηριστικό έργο μίας υπαιθριακής – ιμπρεσσιονιστικής σύλληψης.
Σύμφωνα μ’ αυτές τις παρατηρήσεις, παρουσιάζεται ο Βολανάκης, το ίδιο ανοιχτόκαρδος, στην φλαμανδική θαλασσογραφία του 170υ αι. , όσο και στα καλλιτεχνικά προβλήματα της εποχής του. Έμεινε σαν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες θαλασσογράφους του 19ου αιώνα, δίπλα στον Ιωάννη Αλταμούρα και τον μαθητή του Βασίλειο Χατζή, είναι όμως ταυτόχρονα ένας από τους πρωτοπόρους Έλληνες, στην υπερσκέλιση του ακαδημαικού σχήματος, και του προσανατολισμού, προς κατευθύνσεις που διερευνούν και λύνουν προπαντός χρωματικά – φωτεινά προβλήματα.
Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης, είδε το άστρο του να λάμπει στα κέντρα της Ευρωπαικής  Τέχνης και το όνειρό του να κατακρημνίζεται επιστρέφοντας στην Ελλάδα. –λέγεται ότι για να βιοπορισθεί εξέθετε τα έργα του στα κορνιζάδικα- και έφυγε μέσα στην σιωπή. Ήταν 70 χρονών κι από καιρό στο περιθώριο. Μπορεί ο θάνατός του να ήταν αυτός ενός «αποτυχημένου», το έργο του ωστόσο, σήμερα τον κατατάσσει στους πλέον αγαπημένους και ακριβούς Έλληνες ζωγράφους. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι το υψηλότερο ποσό που έχει ποτέ καταβληθεί σε δημοπρασία ήταν 1.970.855 ευρώ, για το θρυλικό «Η Αποβίβαση του Καραισκάκη στο Φάληρο»  του Βολανάκη που έθεσαν σε πλειοδοσία οι Sothebys

Aποβίβαση Καραισκάκη στο Φαληρο



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ/ΠΗΓΕΣ

Μ. Βλάχος «Μεγάλοι Έλληνες Ζωγράφοι»
Σ. Λιδάκης «Σημειώσεις Παραδόσεων Σχολής Ξεναγών»
Μ. Αδαμοπούλου Άρ8ρο στην εφημερίδα «Αυγή» 20/12/2009
Α. Μαραγκόπουλος «Μεγάλοι Έλληνες Ζωγράφοι