Σάββατο 2 Απριλίου 2011

Danny's Wake

Review
Ένας σοβαροφανής καθηγητής φιλολογίας που προσπαθεί να κρύψει τα παιδικά του κομπλεξ σε ένα αγέλαστο προσωπείο
Ένας επιπόλαιος, αμεανόητος εργένης υδραυλικός, με αρκετά άτακτο παρελθόν και ακόμη πιο αβέβαιο μέλλον.

Ο Patrick και ο Billy  είναι 2 άνθρωποι εντελώς διαφορετικοί, που έχουν να βρεθούν πάνω απο 15 χρόνια.
Τι θα μπορούσαν άραγε να συζητήσουν όταν αναγκαστούν να περάσουν μία ολόκληρη νύχτα ξάγρυπνοι μαζί?
Η απάντηση σ'αυτο το ερώτημα δίνεται σε μία πρωτότυπη παράσταση με πολύ χιούμορ και ανατροπές.
Ο Patrick και ο Billy είναι αναγκασμένοι (μετά από παράκληση της μάνας του εκλιπόντος) να ξαγρυπνήσουνε όλη νύχτα τον παιδικό τους φίλο Danny το βράδυ πριν την κηδεία του, για να προστατεύσουνε τη σωρό από τον Σατανά, κατά τα έθιμα των καθολικών.
Καθότι έχουνε να βρεθούν και να επικοινωνήσουν από τότε που τελείωσαν το σχολείο, στην αρχή δεν έχουν πολλά πράγματα να πούνε και η βραδιά κυλάει άβολα αλλά ομαλά.
Στη συνέχεια αρχίζει να μιλάει το ποτό και βγαίνουν σιγά σιγά στη φόρα καλά κρυμμένα μυστικά, παιδικά απωθημένα, κακίες αλλά και αναμνήσεις.
Με επίκεντρο τον νεκρό τους φίλο, οι δύο παλίοι συμμαθητές αναθεωρούν τη μεταξύ τους σχέση, τις ζωές τους αλλά και τους ίδιους τους εαυτούς τους μέσα από μία σειρά κωμικοτραγικών διαλόγων με την υπογραφή του Jim Sweeney σε μετάφραση Ερρίκου Μπελιέ.
τα 70 λεπτα που διήρκησε η παράσταση, στη σκηνή βρίσκονταν μόνο 2 άνθρωποι και ένα φέρετρο.
Παρόλαυτα, η εκπληκτική σκηνοθεσία του Τάσου Αλατζα κρατησε αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού και κυριολεκτικά "ζωντάνεψε" επι σκηνής τις αναμνήσεις των δυο πρωταγωνιστών.
ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε η σκηνή στο μπάρ όπου ενω ουσιαστικά στο σκηνικό δεν είχε αλλάξει τίποτα απο την λιτη διακόσμηση στο διαμέρισμα του Billy, ο φωτισμός, η δυνατή μουσική αλλά και οι ερμηνείες του Τάσου Αλατζα και Μάνου Τριανταφυλλάκη, σε έπειθαν κυριολεκτικά οτι βρίσκεσαι σε κάποιο κλάμπ.
Ενδιαφέρον σκηνοθετικό εύρημα, που μου θύμισε ιδιαίτερα μια Μπρεχτική προσέγγιση, ήταν το πόσο άνετα οι δύο ηθοποιοί μεταφέρονταν από το μπαρ στο διαμέρισμα και τούμπαλιν, μόνο με τις αλλαγές του φωτισμού και της μουσικής, ενώ επικοινωνούσαν με έναν ιδαίτερο τρόπο με το κοινό, παρόλο που υποτίθεται βρίσκονταν εντελώς μόνοι στο διαμέρισμα του Billy.
Σε γενικές γραμμές η παράσταση ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα με πολύ χιούμορ και έξυπνα σκηνοθετικά ευρήματα, ενώ παράλληλα, έβαζε το θεατή σε σκέψεις, για τη διαφορά ανάμεσα στο "έιναι" και στο στο "φαίνεσθαι" (ή wannabe "είναι") των ανθρώπων γύρω μας αλλα και του ίδιου μας του εαυτού.


Στοιχεια Παράστασης

Συντελεστές:
Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές
Σκηνικά - Κουστούμια: Ελένη Καραμέρου
Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας

Παραστάσεις: Παρασκευή και Σάββατο στις 9.15 μ.μ. (από Παρ. 18 Μαρτίου έως Σάβ. 16 Απριλίου)
Εισιτήρια: 15 ευρώ, 10 ευρώ (φοιτητικό), ατέλειες
Θέσεις θεάτρου: 130
Διάρκεια: 70' (χωρίς διάλειμμα)
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τάσος Αλατζάς
ΠΑΙΖΟΥΝ: Μάνος Τριανταφυλλάκης, Τάσος Αλατζάς
ΣΥΓΓΡΑΦΗ: Τζιμ Σουίνι



Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011

ΝΤΑΝΤΑΙΣΜΟΣ (DADAISM)

ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ
Ο Ντανταϊσμός ή Νταντά (Dada) είναι ένα καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στις
εικαστικές τέχνες καθώς και στη λογοτεχνία (κυρίως στην ποίηση), το θέατρο και την γραφιστική.
Μεταξύ άλλων, το κίνημα ήταν και μια διαμαρτυρία ενάντια στη βαρβαρότητα του πολέμου και αυτού που οι Ντανταϊστές πίστευαν ότι ήταν μια καταπιεστική διανοητική αγκύλωση, τόσο στην τέχνη όσο και στην καθημερινότητα.
Ο Ντανταϊσμός χαρακτηρίζεται από εσκεμμένο παραλογισμό και απόρριψη των κυρίαρχων ιδανικών της τέχνης.
Επηρέασε μεταγενέστερα κινήματα, συμπεριλαμβανομένου του σουρρεαλισμού.

Ο Ντανταϊσμός ή Νταντά (Dada) είναι ένα καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στις εικαστικές τέχνες καθώς και στη λογοτεχνία (κυρίως στην ποίηση), το θέατρο και την γραφιστική.
Μεταξύ άλλων, το κίνημα ήταν και μια διαμαρτυρία ενάντια στη βαρβαρότητα του πολέμου και αυτού που οι Ντανταϊστές πίστευαν ότι ήταν μια καταπιεστική διανοητική αγκύλωση, τόσο στην τέχνη όσο και στην καθημερινότητα.
Ο Ντανταϊσμός χαρακτηρίζεται από εσκεμμένο παραλογισμό και απόρριψη των κυρίαρχων ιδανικών της τέχνης.
Επηρέασε μεταγενέστερα κινήματα, συμπεριλαμβανομένου του σουρρεαλισμού.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΤΑΝΤΑΙΣΜΟΥ ΑΝΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Είναι γενικά δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια το πού και πότε ξεκίνησε το κίνημα του Ντανταϊσμού. Ο ίδιος ο Χάουσμαν θεωρούσε τον εαυτό του ιδρυτή του Ντανταϊσμού στα 1915. Αντίθετα, ο Κλωντ Ριβιέρ, σε άρθρο του στο περιοδικό τέχνης Arts υποστήριξε πως ο γεννήτορας του Νταντά είναι ο Φράνσις Πικαμπιά περί τα 1913. Σύμφωνα με τον Άλφρεντ Μπαρ, πρώην διευθυντή του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, το Νταντά ξεκίνησε το 1916 στη Νέα Υόρκη και στη Ζυρίχη.
 
Ο Χανς Ρίχτερ, μέλος του ντανταϊστικού κινήματος γράφει χαρακτηριστικά:
"Ακόμα και ο διάσημος εκείνος Ηρόστρατος της αρχαιότητας που έβαλε φωτιά στο ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσσο μόνο και μόνο για να ξεσηκώσει τους συμπολίτες του ήταν ασφαλώς ένας ντανταϊστής". Ντανταϊστικές τάσεις και εκδηλώσεις (ατομικές ως επί το πλείστον) μπορούν να ανακαλυφθούν σε αρκετές περιόδους, ακόμα και του μακρινού παρελθόντος.
Είναι ωστόσο γεγονός πως στην περίοδο 1915-1916, άρχισαν να εκδηλώνονται παραπλήσια καλλιτεχνικά γεγονότα, σε διαφορετικά σημεία ανά τον κόσμο, τα οποία μπορούν να ενσωματωθούν στον ντανταϊσμό. Η Ελβετία, φαίνεται πως προσέφερε το κατάλληλο υπόβαθρο για την κυοφορία του Ντανταϊστικού πνεύματος. Το ελβετικό Νταντά ξεκίνησε στη Ζυρίχη και ειδικότερα καλλιεργήθηκε στο ιστορικό Καμπαρέ Βολταίρ (Cabaret Voltaire) στις αρχές του 1916. Εκεί σχηματίστηκε μια ομάδα από εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες που αργότερα επεκτάθηκε σε άλλες πόλεις και εξελίχθηκε στο κίνημα του Ντανταϊσμού.
 
Ζυρίχη (1915-1919)
Την 1η Φεβρουαρίου του 1916, o Χούγκο Μπαλ εγκαινίασε το Καμπαρέ Βολταίρ προσελκύοντας σε αυτό μία ομάδα καλλιτεχνών και με σκοπό να αποτελέσει ένα κέντρο καλλιτεχνικής ψυχαγωγίας. Μεταξύ των καλλιτεχνών που ανταποκρίθηκαν πρώτοι, βρίσκονταν ο Τριστάν Τζαρά και ο ζωγράφος Μαρσέλ Γιανκό ενώ σύντομα ο χώρος αυτός διαμόρφωσε τον κεντρικό πυρήνα των ντανταϊστών.
Στις 15 Ιουνίου, κυκλοφόρησε η έκδοση Καμπαρέ Βολταίρ (Cabaret Voltaire), ένα περιοδικό που αποτελούσε ίσως το πρώτο συλλογικό έργο μιας πρώιμης ντανταϊστικής ομάδας, ενώ στις 14 Ιουλίου, ο Μπαλ απήγγειλε το πρώτο μανιφέστο της ομάδας. Τον Ιούλιο του 1917, κυκλοφόρησε το πρώτο περιοδικό Dada, με εκδότη και οργανωτή τον Τριστάν Τζαρά. Οι πέντε πρώτες εκδόσεις του περιοδικού έγιναν στη Ζυρίχη, ενώ οι δύο τελευταίες στο Παρίσι. Με τη διακοπή της λειτουργίας του Καμπαρέ Βολταίρ, ο Μπαλ εγκατέλειψε την Ευρώπη και ο Τριστάν Τζαρά αναδείχθηκε ως ο ηγέτης του ντανταϊσμού με σημαντική συμβολή στην διάδοση των ιδεών του κινήματος.
Όταν το Μάρτιο του 1919 ο Μπρετόν και ο Σουπώ εξέδωσαν το περιοδικό με τον τίτλο Λογοτεχνία, υιοθέτησαν τη λέξη Σουρεαλισμός για να χαρακτηρίσουν μια μέθοδο αυτόματης γραφής με την οποία πειραματίζονταν.
Ο Μπρετόν γνώριζε ήδη τις νέες θεωρίες της ψυχανάλυσης και είχε φτάσει στο συμπέρασμα πως η συμβολική φαντασία που απελευθερώνεται με τα όνειρα ή την ανάλυση των ονείρων μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για ποιητικούς σκοπούς. Ο ίδιος αναφέρει «Αποφάσισα να αποσπάσω από τον εαυτό μου ένα μονόλογο που κυλάει όσο το δυνατό πιο γρήγορα, ώστε το κριτικό πνεύμα του υποκειμένου να μην μπορεί να το ελέγξει, που να μην παρεμποδίζεται από καμιά αναστολή και που να εκφράζει όσο γίνεται πιο πιστά την ομιλούμενη σκέψη».
Η καταγωγή του νέου κινήματος ήταν επομένως λογοτεχνική. Ο Μπρετόν είδε ωστόσο σύντομα πως οι ιδέες του Νταντά πλησίαζαν πολύ τους πειραματικούς στόχους του περιοδικού του και έτσι ο Τζαρά κλήθηκε να συνεργαστεί με το περιοδικό. Ακολούθησαν μια σειρά από θορυβώδεις εκδηλώσεις που ήταν και το κύκνειο άσμα του Νταντά. Η λατρεία του παραλογισμού που το χαρακτήριζε γινόταν ολοένα και πιο μεγάλη και στο τέλος του 1922 το Νταντά είχε πάψει να υπάρχει σαν συγκροτημένη ομάδα. Ο Μπρετόν συγκέντρωσε γύρω του ότι είχε απομείνει από το Νταντά και το 1924 όταν μπορούσε να υπολογίσει στη συνεργασία ζωγράφων όπως ο Αρπ και ο Έρνοτ και ποιητών όπως ο Ελυάρ και ο Περέ εξέδωσε το Πρώτο Σουρεαλιστικό Μανιφέστο του. Από σχολαστικότητα αντιγράφουμε εδώ τον ορισμό που δόθηκε από τον Μπρετόν για το νέο κίνημα «Σουρεαλισμός ορίζεται ως αυτοματισμός καθαρά ψυχικός με τον οποίο προτείνουμε να εκφράσουμε είτε προφορικά είτε γραπτά είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο την πραγματική λειτουργία της σκέψης, απαλλαγμένη από κάθε είδους έλεγχο από τη λογική από κάθε αισθητικό ή ηθικό προβληματισμό»

Νέα Υόρκη (1915-1921)
Η Νέα Υόρκη αποτελούσε, όπως και η Ζυρίχη, καταφύγιο αρκετών καλλιτεχνών κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου πολέμου. Κύριοι εκπρόσωποι του ντανταϊσμού στην Αμερική ήταν οι ζωγράφοι Μαρσέλ Ντυσάν και Φράνσις Πικαμπιά καθώς και ο φωτογράφος Μαν Ραίη. Καταλυτικό ρόλο στο ξεκίνημα του ντανταϊσμού διαδραμάτισε και το έργο του φωτογράφου Άλφρεντ Στέγκλιτζ. Σε αντίθεση με την εκδήλωση του κινήματος σε άλλες πόλεις, στη Νέα Υόρκη δεν υπήρξε κανένα ντανταϊστικό μανιφέστο, ενώ τα μέλη του δεν αποκαλούνταν ντανταϊστές, ωστόσο εκφράζονταν μέσα από εκδόσεις όπως τα δύο τεύχη του περιοδικού The Blind Man, το μοναδικό τεύχος του Rongwrong καθώς και στο New York Dada, όλα με εκδότες τον Μαρσέλ Ντυσάν και τον Μαν Ραίη. Ανάμεσα στα σημαντικότερα έργα που παρουσιάστηκαν εκείνη την εποχή στη Νέα Υόρκη συγκαταλέγονται τα ready made (έτοιμα αντικείμενα) έργα τέχνης του Ντυσάν. Μέχρι το 1921, οι περισσότεροι ντανταϊστές καλλιτέχνες μεταφέρθηκαν στο Παρίσι.
Βερολίνο (1917-1923)
Η ντανταϊστική ομάδα του Βερολίνου διέφερε σημαντικά από την αντίστοιχη της Ζυρίχης, με περισσότερο πολιτικό περιεχόμενο. Σημαντικό ρόλο στην διάδοση του ντανταϊσμού στο Βερολίνο διαδραμάτισε ο Ρίχαρντ Χύλζενμπεκ, ο οποίος έφτασε εκεί στις αρχές του 1917. Το Φεβρουάριο του 1918, πραγματοποίησε μία ομιλία για τον ντανταϊσμό, ασκώντας παράλληλα επιθετική κριτική απέναντι στην αφηρημένη τέχνη και τα ρεύματα του φουτουρισμού, του εξπρεσιονισμού και του κυβισμού. Τον επόμενο χρόνο εξέδωσε επίσης το δικό του μανιφέστο, με το οποίο αναγγελόταν και επίσημα το ντανταϊστικό κίνημα στο Βερολίνο. Εκτός από το έντονο πολιτικό στοιχείο, το Νταντά του Βερολίνου χαρακτηρίστηκε και από νέες τεχνικές ανακαλύψεις στη ζωγραφική και τη λογοτεχνία, με σημαντικότερες αυτές του φωτομοντάζ από τους Γκεόργκ Γκρος και Τζον Χάρτφηλντ, και του αποκαλούμενου ηχητικού ποιήματος. Την κορύφωση των ντανταϊστικών εκδηλώσεων στο Βερολίνο αποτέλεσε η πρώτη Διεθνής Γιορτή Νταντά, το 1920, όπου έλαβαν μέρος όλα τα μέλη του τοπικού κινήματος.
Επί γερμανικού εδάφους, το ντανταϊστικό κίνημα οργανώθηκε επίσης - αν και σε μικρότερη κλίμακα - στην Κολωνία και το Αννόβερο, με κύριους εκροσώπους τους Μαξ Ερνστ και Κουρτ Σβίττερς αντίστοιχα.

ΈΡΓΑ ΝΤΑΝΤΑΙΣΜΟΥ
 
Οι Ντανταιστές Οργάνωναν αυθόρμητες βραδιές, συνδύαζαν τα γράμματα και τις τέχνες, συνέτασσαν άρθρα και μανιφέστα, εκφράζονταν με ανόητα κείμενα που συγχωνεύονταν τυχαία, χρησιμοποιούσαν λέξεις δικής τους έμπνευσης, που δεν περιέγραφαν τίποτα, αλλά αποτελούσαν κομμάτια των ποιημάτων τους.
Η τεχνοτροπία τους, αρχικά επηρεάστηκε από τον κυβισμό και το φουτουρισμό. Έμπνευσή τους αποτελούσαν κατά κανόνα οι μηχανές, και οι ανθρώπινες φιγούρες τους θύμιζαν περισσότερο ρομπότ. Επέλεγαν στην τύχη σχήματα και εικόνες, καθώς και ετερογενή υλικά (μαλλί, ξύλο, φωτογραφίες και φωτομοντάζ, χαρτί, σκουπίδια), δημιουργώντας εφήμερα έργα που συνδύαζαν τη γλυπτική με τη ζωγραφική.
Ως κίνημα, ο ντανταϊσμός έπαψε να υπάρχει από το 1924 και οι εκπρόσωποί του διοχετεύτηκαν στο σουρεαλισμό.


M.Duchamp «ουρητήρας»

Ο διάσημος «ουρητήρας» του M.Duchamp. Με το έργο του αυτό ο καλλιτέχνης αποσκοπούσε στην στοχευμένη κριτική κάνοντας ένα έμμεσο καυστικό σχόλιο στην ευπιστία του φιλότεχνου κοινού.
Το μόνο που έκανε ουσιαστικά ήταν να «ξηλώσει» έναν ουρητήρα από τις δημόσιες τουαλέτες και να τον υπογράψει ΄θέτοντάς τον ως κύριο έκθεμα των έργων τέχνης του. Ήθελε με τον τρόπο αυτό να δείξει πως ένα αντικείμενο χωρις καλλιτεχνικο ενδιαφέρον, ξαφνικά αποκτά προσωπικότητα μόνο και μόνο γιατί ο υπογράφων ήταν καταξιωμένος καλλιτέχνης.



Max Ernst «Πιετα ή επανασταση τη νυχτα»
Ενας απο τους σημαντικοτερους καλλιτεχνες του ντανταιστικου και μετεπειτα υπερρεαλιστικου κινηματος (και γενικοτερα του 20ου αιωνα). Σε μια παραλλαγη της σκηνης της Παναγιας με τον Χριστο ο Ερνστ απεικονζεται στην αγκαλια του πατερα (με ενα σχεδον υπνωτισμενο βλεμμα) του αντικατοπτριζοντας τον καταπιεστικο και αυταρχικο του χαρακτηρα,την απορριψη που εχει δεχτει και την ταραχωδη σχεση τους ενω παραμενει ενα σχολιο κατα της θρησκειας.




Grosz-Eclipse of the Sun

κατι εξ ολοκληρου ντανταιστικο απο τον μεγαλο Grosz.Με τα λογια του ιδιου: "Since the politicians seem to have lost their heads, the army and capitalists are dictating what is to be done. The people, symbolized by the blinkered ass... simply eat what is put before them"


Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

Kωνσταντινος Βολονακης


Βίος και Πολιτεία
Στους προπάτορες της νεοελληνικής ζωγραφικής, συγκαταλέγεται και ο Κωνσταντίνος Βολανάκης, ή Βολονάκης, ο οποίος γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1837. Μετά τις βασικές του σπουδές στην Σύρο, πήγε στην Τεργέστη, που άνθιζε τότε μία ελληνική παροικία και εργάστηκε ως υπάλληλος στο λογιστικό τμήμα του Εμπορικού Οίκου Ζαχάρεως Αφεντούλη. Παράλληλα προσπαθούσε να καλλιεργήσει μία έμφυτη καλλιτεχνική ανάγκη, την οποία μπόρεσε να καλλιεργήσει συστηματικά στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μόναχο, με την υποστήριξη του Αφεντούλη.
Σύμφωνα με το Μητρώο της Ακαδημίας εγγράφηκε σε αυτήν στις 28 Οκτωβρίου του 1864 σε ηλικία 27 ετών. Στην ίδια Ακαδημία φοιτούσε ο Λύτρας και το 1866 εγγράφηκε και ο Γύζης, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί μεταξύ των τριών τους ένας πολύ στενός και ισόβιος φιλικός δεσμός.
Στο Μόναχο ο Βολανάκης, υπήρξε μαθητής του Kaulbach και του  Piloty χωρίς όμως να επηρεασθεί άμεσα από αυτούς (με εξαίρεση φυσικά την χρωματική αντίληψη του Piloty που διαγράφεται στο έργο όλων σχεδόν των μαθητών του). Περισσότερο επηρρέασαν τον Βολανάκη, οι Φλαμανδοί θαλασσογράφοι του 17ου αιώνα, οι οποίοι αντιπροσωπεύονταν στην Παλαιά Πινακοθήκη του Μονάχου.
Αμέσως μετά το τέλος των σπουδών του ήρθε στον Πειραιά, παντρεύτηκε, και επέστρεψε με την γυναίκα του στην Βαυαρική πρωτεύουσα όπου ίδρυσε ένα ατελιέ.
Έλαβε μέρος σε έναν διαγωνισμό που διεξήγαγε ο Αυτοκράτορας της Αυστρίας Φραγκίσκος Ιωσήφ, για την για την απεικόνιση της Ναυμαχίας της Λίσσης, και πήρε το πρώτο βραβείο.
Μετά την «θαλασσογραφία» του αυτή με ιστορικό θέμα, ενθαρρύνθηκε και για άλλα έργα με συγγενικό περιεχόμενο κι έτσι ζωγράφισε την «Ναυμαχία του Τράφαλγκαρ».
Μετά από μερικά ταξίδια στην Ευρώπη, επιστρέφει το 1883 στην Ελλάδα και διορίζεται καθηγητής στην Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας όπου και δίδαξε ως το  1903. Παράλληλα διδάσκει στο «Καλλιτεχνικό Κέντρο», Σχολή που ίδρυσε ο ίδιος το 1895 στον Πειραιά, όπου και εγκαταστάθηκε μετά την επιστροφή του από το Μόναχο. Συνεχίζοντας την εκθεσιακή του δραστηριότητα, συμμετέχει σε εκθέσεις της Οικίας Μελά το 1881 και του Παρνασσού, στα Ολύμπια του 1888, στην Διεθνή Έκθεση του Μπορντώ το 1907, στην οποία επίσης βραβεύτηκε. Το 1883 παρουσίασε στα Ανάκτορα τη «Ναυμαχία της Σαλαμίνας», ενώ το 1889 του απενεμήθη ο Αργυρός Σταυρός του Σωτήρος.
«… Ερχόταν τότε στο Πολυτεχνείο, κάθε βδομάδα για να διορθώσει τις τάξεις του σχεδίου, ένας πολύ ηλικιωμένος ζωγράφος που λεγόταν Βολανάκης. Ήταν θαλασσογράφος. Γύρω στα μισά του περασμένου αιώνα είχε ζωγραφίσει πίνακες που δεν στερούνταν ζωγραφικής αξίας και ήταν μάλιστα πολύ εκφραστικοί και γεμάτοι ποίηση. Τα θέματά του παρίσταναν ελληνικές παραλίες κοντά στην Αθήνα και απόψεις του λιμανιού του Πειραιά. Στις παραλίες, κυρίες και κύριοι, ντυμένοι με την μόδα εκείνου του καιρού, παριστάνονταν όπως στους πίνακες του Κουρμπέ. Ήταν μία ζωγραφική λεία αλλά όχι γλειμμένη, που σαν ποιότητα θύμιζε λίγο την ζωγραφική του Ιντούνο…»
Αυτά γράφει για τον καθηγητή του ο 12χρονος Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο, σπουδαστής του Σχολείου Τεχνών το 1900. Είναι η περίοδος που η αντίστροφη μέτρηση για τον μεγάλο ζωγράφο έχει ήδη αρχίσει. Σε τρία χρόνια, ο 66χρονος Βολανάκης θα παραιτηθεί από την κοπιαστική διδασκαλία στο Πολυτεχνείο και 4 χρόνια αργότερα θα οδηγηθεί εξασθενημένος στον θάνατο.
Αν και ξεκίνησε από την τοπιογραφία, ο Βολανάκης εξελίχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες θαλασσογράφους, απεικονίζοντας ναυμαχίες, σκηνές από λιμάνια, καράβια και καίκια, αλλά και σημαντικά γεγονότα του κοινωνικού βίου. Οι συνθέσεις του, λυρικές και ατμοσφαιρικές, χαρακτηρίζονται από χρωματική αρμονία, και επιμελημένη απόδοση των λεπτομερειών και φανερώνουν την μελέτη της ολλανδικής θαλασσογραφικής παράδοσης. Στα τοπία του διαφαίνονται επιδράσεις της Σχολής  του Barbizon και του έργου του Corot, ενώ δεν λείπουν και απηχήσεις του γαλλικού ιμπρεσιονισμού
Εκεί όμως που εκφράζεται η ιδιαίτερη ποιότητα που αντιπροσωπεύει το έργο του Βολανάκη, είναι οι μικρότεροι πίνακες με επίκεντρο την θάλασσα, τα πλοία, τους ψαράδες. Εδώ ο Βολανάκης, δημιουργεί καλοδεμένα σύνολα με έντονο ειδυλλιακό χαρακτήρα, που εξαίρεται από τα διαλεγμένα  Staffages, που διαμορφώνουν κει τον σκελετό της συνθέσεως. Ο βαθύς Ορίζοντας που διακόπτεται από τα κατάρτια των πλοίων, που καθρεφτίζονται στα ήσυχα νερά, η θάλασσα με την λεπτή αντανακλαστική χρωματική σκάλα, που θυμίζει τις επιτεύξεις ενός Γάλλου σύγχρονου του Βολανάκη, του Eugene Boudin (1824-1888), ο οποίος άλλωστε επηρεάζει και άλλους Έλληνες ζωγράφους, όλα αυτά, γίνονται μέσα μίας τυπικής για τον Βολανάκη έκφρασης, γεμάτης ηρεμία και μαγεία, ονειροπόληση και ρεμβασμό.
Οι πίνακές του, άλλοτε δίνουν έμφαση στο σκάφος, άλλοτε στο λιμάνι, άλλοτε στην ναυτική σύγκρουση –συνήθως μία ιστορική ναυμαχία. Ζωγράφισε καράβια και καίκια όλων των τύπων, πραγματικά «πορτρέτα» των καραβιών, και αφοσιώθηκε στην πληθωρική απεικόνιση σκηνών με θέμα την θάλασσα, όσο κανείς άλλος ζωγράφος. Ανέλυσε τον κόσμο του καραβιού και της θάλασσας με έκδηλη αγάπη, εξαιρετική ακρίβεια και διαπιστωμένη δεξιοτεχνία
Το ενδιαφέρον σ’ αυτές τις γλαφυρές απεικονίσεις, δεν έγκειται στην ρομαντική απεικόνιση των θεμάτων, ούτε στην εντυπωσιακή παράθεση λεπτομερειών από τον κόσμο της θάλασσας. Έγκειται κυρίως, στην ανάδειξη ενός δυναμικού διαλόγου, ανάμεσα στα διαφορετικά πλαστικά στοιχεία της εικόνας, ενός διαλόγου τον οποίο ανασυνθέτει ο ίδιος.
Εκεί όμως που διαφαίνονται οι μεγάλες καλλιτεχνικές αρετές του θαλασσογράφου Βολανάκη, είναι ένα έργο που δεν έχει καμία σχέση με την θάλασσα. Πρόκειται για τον Πίνακα που φέρει τον Τίτλο «Το Τσίρκο» ή «Η Γιορτή στο Μόναχο» και εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη των Αθηνών. Το έργο αυτό χρονολογείται στα 1826 και παριστάνει τμήμα του Αμφιθεάτρου ενός τσίρκου, στο ύπαιθρο, γεμάτο από τον λαό, που παρακολουθεί ένα νούμερο με ελέφαντες. Το θέμα μπορεί να είναι κοινό, ακόμα και ως σύνθεση δε παρουσιάζει τίποτα το ιδιαίτερο. Εδώ, όμως, είναι το χρώμα και η απόδοση των αντικειμένων, μέσω του χρώματος, το βασικό ζήτημα. Το έργο έχει δημιουργηθεί μόλις δύο χρόνια μετά την αντιπροσωπευτική έκθεση των ιμπρεσσιονιστών στο Παρίσι (1874) και αποτελεί  μία σημαντική συνεισφορά σ’αυτήν την νέα τεχνοτροπία. Αδιαφορεί για τις λεπτομέρειες και τα περιγράμματα των αντικειμένων, προσπαθώντας να εκφράσει με τον τρόπο αυτό, τον χρωματικό ιριδισμό του κόσμου, όταν αυτός λούζεται στο φως της μέρας. Ο ζωγράφος εδώ δεν ενδιαφέρεται για το «τι» αλλά για το «πώς» κι έτσι επιτυγχάνει νέες εκφραστικές λύσεις. Και σε άλλα έργα με τοπία από τον ελληνικό χώρο, διαφαίνεται αυτός του ο προβληματισμός και η προσαρμογή του στα χρωματικά και αισθητικά προβλήματα της εποχής του. Το έργο «Τοπίο με Κυπαρίσσια» στην συλλογή του Ευρυπίδη Κουτλίδη στην Αθήνα, είναι επίσης χαρακτηριστικό έργο μίας υπαιθριακής – ιμπρεσσιονιστικής σύλληψης.
Σύμφωνα μ’ αυτές τις παρατηρήσεις, παρουσιάζεται ο Βολανάκης, το ίδιο ανοιχτόκαρδος, στην φλαμανδική θαλασσογραφία του 170υ αι. , όσο και στα καλλιτεχνικά προβλήματα της εποχής του. Έμεινε σαν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες θαλασσογράφους του 19ου αιώνα, δίπλα στον Ιωάννη Αλταμούρα και τον μαθητή του Βασίλειο Χατζή, είναι όμως ταυτόχρονα ένας από τους πρωτοπόρους Έλληνες, στην υπερσκέλιση του ακαδημαικού σχήματος, και του προσανατολισμού, προς κατευθύνσεις που διερευνούν και λύνουν προπαντός χρωματικά – φωτεινά προβλήματα.
Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης, είδε το άστρο του να λάμπει στα κέντρα της Ευρωπαικής  Τέχνης και το όνειρό του να κατακρημνίζεται επιστρέφοντας στην Ελλάδα. –λέγεται ότι για να βιοπορισθεί εξέθετε τα έργα του στα κορνιζάδικα- και έφυγε μέσα στην σιωπή. Ήταν 70 χρονών κι από καιρό στο περιθώριο. Μπορεί ο θάνατός του να ήταν αυτός ενός «αποτυχημένου», το έργο του ωστόσο, σήμερα τον κατατάσσει στους πλέον αγαπημένους και ακριβούς Έλληνες ζωγράφους. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι το υψηλότερο ποσό που έχει ποτέ καταβληθεί σε δημοπρασία ήταν 1.970.855 ευρώ, για το θρυλικό «Η Αποβίβαση του Καραισκάκη στο Φάληρο»  του Βολανάκη που έθεσαν σε πλειοδοσία οι Sothebys

Aποβίβαση Καραισκάκη στο Φαληρο



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ/ΠΗΓΕΣ

Μ. Βλάχος «Μεγάλοι Έλληνες Ζωγράφοι»
Σ. Λιδάκης «Σημειώσεις Παραδόσεων Σχολής Ξεναγών»
Μ. Αδαμοπούλου Άρ8ρο στην εφημερίδα «Αυγή» 20/12/2009
Α. Μαραγκόπουλος «Μεγάλοι Έλληνες Ζωγράφοι